- διακαθίζω
- διακαθίζω (Α)βάζω να καθίσουν χωριστά, ορίζω τις θέσεις τους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διακαθίσαι — διακαθίζω cause to sit apart aor inf act διακαθίσαῑ , διακαθίζω cause to sit apart aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεκάθισαν — διακαθίζω cause to sit apart aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακαθίσας — διακαθίσᾱς , διακαθίζω cause to sit apart aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) διακαθίσᾱς , διακαθίζω cause to sit apart aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)